urges_caused_by_windows.jpg

Κατεβάζω ρολά.

Τουλάχιστον για την ώρα.

Μασάω την καρδιά μου, τη λύπη μου και τον καιρό μέχρι να ‘ρθεις.

Κι ούτε με νοιάζει που δεν ξέρω πού θα πας σήμερα το πρωί.

Κι ούτε με νοιάζει που δεν ξέρω πώς θα ‘σαι όταν ένα αόρατο χέρι βιδώσει ψηλά τ’ αστέρια για να πληγώσει τον ουρανό.

Μου φτάνει που ο αέρας θ’ αφήνει ένα σημάδι στα μάτια μου – δάγκωμα ή φιλί; Δεν ξέρω – κάθε φορά που με σκέφτεσαι.

* Ο τίτλος είναι παρμένος από το κείμενο «Σ’ αγαπώ και μου λύπης» του Γιάννη Ζελιαναίου.

autumn_leaves1.jpg

 . . . . . . . . . . . θα γυρνάς απ’ το χωριό σου
Και μόνο απ’ τ’ άσπρα μέρη κάτω απ’ το μαγιό
Θ’ αναγνωρίζω το κορμάκι το δικό σου
Που τους χειμώνες το κοιτάζω μόνο εγώ

Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω
Αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοιχτός
Κι αν καταφέρω και το πάγο σου τον λιώσω
Κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως. . .

Κάθε Σεπτέμβρη θα δαγκώνεις ένα μήλο
Κι εγώ θα κάθομαι να βλέπω σαν Αδάμ
Τον πειρασμό να σε τυλίγει σαν το φύλλο
Και να μου κάνει την καρδιά μου Γης Μαδιάμ

Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω
Αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοιχτός
Κι αν καταφέρω και το πάγο σου τον λιώσω
Κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως. . .

Μουσική/ Στίχοι : Φοίβος Δεληβοριάς

Αγαπημένο.

funky-shoes-500x360.jpg

Ώρες – ώρες με βαριέμαι αφόρητα.

blue_by_piskeyblack2.jpg

Τώρα, κανονικά, θα έπρεπε να διαβάζω άχαρες σελίδες – «δωράκι» από τη σχολή. Αλλά όχι.
Εγώ κάθομαι και γράφω ένα (ερωτικό ; ) γράμμα, που δεν πρόκειται καν να σου στείλω.

Μάταιο; Μπορεί. Δε με πολυνοιάζει.

Δεν έχω μετρήσει ποτέ τις γραμμές γύρω απ’ τα μάτια σου. Δεν έχω αφήσει ποτέ το βλέμμα μου να ξεκουραστεί πάνω στους ώμους σου και δεν ξέρω καν τι τραγουδάς όταν φοβάσαι.

Δε σε ξέρω (έτσι μου είπες).

Όμως, για σένα θά ‘κλεβα ένα κομμάτι απ’ τον ουρανό και θα τ’ άφηνα μπροστά στην πόρτα σου, να το βρεις μόλις γυρίσεις. Κι αυτό γιατί νιώθω τ’ όνομά μου ασφαλές στα χείλια σου.
Σου γράφω και πάνω στα δάχτυλά μου έχει βρει καταφύγιο μια υγρασία, στα μάτια μου ακόμη περισσότερο.

Σε είδα στον ύπνο μου. Έβρεχε. Ξύπνησα και τα μαλλιά μου ήταν βρεγμένα.
Μούσκεμα, και στο απ’ έξω και στο μέσα. Μέχρι να σηκωθώ για τον πρώτο καφέ της μέρας είχα κιόλας στεγνώσει. Είχα σύμμαχο ένα μικρό φίλο μου αέρα, μόνο που εκείνη τη μέρα φύσηξε διαφορετικά απ’ ό, τι συνήθως.

Θες μια αλήθεια; Όταν τυχαίνει να μιλάμε, εκείνη τη στιγμή δε μπορώ να σου πω τίποτα απ’ όσα σκέφτομαι, θέλω και φοβάμαι. Όμως πάντα σου γράφω.

Δε θα σου πω άλλα γι’ απόψε. Όλα τα έχω μέσα μου σα μπλεγμένο κουβάρι, δεν υπάρχει τέλος, ούτε αρχή.

Νομίζω πως τον φοβάμαι το χρόνο. Όχι αυτόν που σε λυτρώνει και σε κάνει να ξεχνάς. Τον άλλο, που αποκαλύπτει τα πάντα και χωρίς να τον ρωτάει κανείς – από το πόσα ψέματα έχεις αφήσει ελεύθερα να αλωνίζουν μέχρι, ας πούμε, τι είναι ευλογημένο να διαρκέσει και τι καταδικασμένο να τελειώσει.

Υ.Γ. «Αλλά, στο κάτω – κάτω, γιατί να είναι καλύτερο το διαρκώ απ’ το καίγομαι;»

_1731385_forestblast300ap.jpg

 Πραγματικά δε θέλω να γράψω τίποτα.

23113026.jpg

Κερνάω ξενύχτια.

1d7a196e_17275.jpg

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΡΧΕΣΑΙ ΠΟΤΕ ΟΤΑΝ ΣΕ ΘΕΛΩ;…

Χθες βράδυ έτυχε να διαβάσω την «αποχαιρετιστήρια» (λόγω…επικείμενου θανάτου) επιστολή του Gabriel Garcia Marquez… Τα συναισθήματα που προκαλούν τα τελευταία λόγια ενός ανθρώπου που ξέρει ότι θα πεθάνει, είναι απερίγραπτα.

thumb_markes.jpg

 “Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν.Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.

Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα, για να νιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους…

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.

Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα “σ’ αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.”

73-black_sea_dream_bg1.jpg

Δε μπορώ να σου δώσω τίποτα.
Λίγη νεραϊδόσκονη μόνο, για δύσκολες ώρες, κι αυτή
κλεμμένη απ’ τις κρυμμένες των ανθρώπων πεθυμιές…

Να σου πω ένα μυστικό;
Κάθε βράδυ υπνοβατώ.
Γίνομαι ευχή πεφταστεριού, τάμα ενός ερωτευμένου,
κι έπειτα ένα μικρούλι τόσο δα κομμάτι απ’ τη Σελήνη που στέκει πάντα ασάλευτη στο θρόνο της, πριγκίπισσα σωστή,
λες και δεν είναι αληθινή, λες και ποτέ δεν ήταν.

Και χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά…

Έτσι έρχομαι και ξεκουράζομαι πλάι σου, χώνομαι στα
ριγέ σεντόνια σου, μένω μόνο να σε κοιτάω και να κρατάω
την αναπνοή μου μην τυχόν και ξυπνήσεις.

Κι έπειτα χάνομαι.
Στο μέτωπο, στα χέρια, στα μαλλιά σου.

Σε νιώθω να ονειρεύεσαι αγριεμένες θάλασσες και κύματα, ναυάγια, πνιγμούς, ρουφήχτρες που απειλούν να σε
κρατήσουν μέσα τους αιχμάλωτο για πάντα.
Στριφογυρνάς συνέχεια, με τα μάτια κλειστά, ανήσυχος και φοβισμένος, φωνάζεις ότι πνίγεσαι και ξαφνικά όλα σταματούν…

Τότε περνάω κρυφά απ’ των ονείρων σου τη χαραμάδα –
σαν ασημόσκονη, δες με, ίσα που χωράω – γλιστράω
αθόρυβα μες στον ύπνο σου, γδύνομαι, τα μαλλιά μου μακραίνουν, τα πόδια μου ενώνονται και βγάζω λέπια,
γίνομαι μια γυναίκα – ψάρι, γίνομαι γοργόνα και πέφτω
στου εφιάλτη σου την αστρολουσμένη τρικυμία να σε σώσω.
Τα καταφέρνω και σε βγάζω ζωντανό έξω απ’ το νερό, ενώ
την ίδια ακριβώς στιγμή αγγίζω με τ’ ακροδάχτυλά μου το χαμόγελο που ασυναίσθητα στον ύπνο σου μου χαρίζεις.

Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που νιώθω σαν τούλι,
τόσο ελαφριά, τόσο αέρινη, που θέλω ένα μόνο
μικρό χάδι απ’ την ανάσα σου για να πετάξω μακριά,
πριν κοιμηθώ έναν αμόλυντο, ήσυχο ύπνο.